βαστώ
Προφορά
Ετυμολογία
βαστώ μεσαιωνική ελληνική βαστῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βαστώ -άς, -ά
✦ κρατώ κάτι
✦ έχω επάνω μου ή μαζί μου
✦ συγκρατώ βάρος, υποβαστάζω
✦ εμποδίζω, συγκρατώ: βαστώ τα δάκρυα – την αναπνοή μου
✦ στηρίζω ηθικά ή οικονομικά
✦ συντηρώ: βαστάει ολόκληρο σπιτικό
✦ διατηρώ: δεν βάσταξε η μηλιά τα άνθη της
✦ διοικώ, διευθύνω
✦ (αμτβ.) είμαι γερός, αντέχω φρ. αν σου (του κτλ.) βαστά, αν έχεις το θάρρος, τη δύναμη
✦ διαρκώ: αυτή η δουλειά θα βαστάξει δυο χρόνια
✦ υπομένω: βάσταξα πολλά
✦ κατάγομαι: βαστά από αριστοκράτες
✦ (μέσ.) βαστιέμαι, συγκρατούμαι ή ευπορώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–