βαστάζω
Προφορά
Ετυμολογία
βαστάζω αρχαία ελληνική βαστάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βαστάζω
✦ κρατώ ως φορτίο
✦ συγκρατώ βάρος, υποβαστάζω: ένας μικρός βωμός στο βάθος με τορνευτές κολόνες… που βαστάζουν μια σκεπή (Κ. Βάρναλης)
✦ αντέχω, υπομένω: δεν βάσταξε το χωρισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–