βαρονέσα


βαρονέσα
Προφορά

Ετυμολογία
βαρονέσα └γαλλ┘ baron (ήδη μεσαιωνική ελληνική βαρόνιος και βαρούνιος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαρονέσα

✦ θηλ. βαρονέσα, βαρόνη τίτλος ευγενείας στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.