βαριεστίζω


βαριεστίζω
Προφορά

Ετυμολογία
βαριεστίζω βαζγεστίζω

Ερμηνεία
βαριεστίζω

✦ κ. βαριεστίζω ρ. (βαριέστ-ησα, -ημένος) αποκάνω, νιώθω κορεσμό ή αηδία για κάτι: κι αχ, εβαριέστησα της γης τα καλοκαίρια (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.