βαριά
Προφορά
Ετυμολογία
βαριά └θηλ┘ του επιθέτου βαρύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βαριά
✦ μεγάλο σφυρί του σιδερά: ανεβοκατεβάζει τη βαριά πάνω στο πυρωμένο σίδερο (Π. Πρεβελάκης)
✦ μεγάλο σιδερένιο σφυρί για το σπάσιμο πέτρας, βράχων, μπετόν κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–