βαρεμός


βαρεμός
Προφορά

Ετυμολογία
βαρεμός βαριέμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαρεμός

✦ χτύπημα
✦ τεμπελιά, βαρεμάρα
✦ πλήξη, ανία: η πολυλογία του είχε ξαναφέρει το βαρεμό στην παρέα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.