βαρεία
Προφορά
Ετυμολογία
βαρεία αρχαία ελληνική βαρεῖα, └θηλ┘ του επιθέτου βαρύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βαρεία
✦ ένα από τα τρία σημεία τονισμού, τοποθετημένο στη λήγουσα αντί της οξείας, όσες φορές δεν ακολουθεί σημείο στίξεως: με την πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η βαρεία καταργήθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–