βαμπιρισμός


βαμπιρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
βαμπιρισμός └αγγλ┘vampirism – └γαλλ┘ vampirisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαμπιρισμός

✦ η πίστη στην ύπαρξη και δράση βρικολάκων
✦ (ψυχιατρ.) σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία ο επιτιθέμενος ματώνει τα θύματά του και διεγείρεται από το γλείψιμο του αίματος από τα τραύματά τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.