βαμμένος


βαμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
βαμμένος μτχ. παθ. παρκμ. του ρήματος βάφω

Ερμηνεία
βαμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. χρωματισμένος
(μτφ. ) φανατικός οπαδός κόμματος, παρατάξεως κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.