βαμβακιά


βαμβακιά
Προφορά

Ετυμολογία
βαμβακιά βαμβάκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βαμβακιά

✦ αγγειόσπερμο δικοτυλήδονο φυτό με καρπό που αποτελείται από ίνες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.