βαμβακερός


βαμβακερός
Προφορά

Ετυμολογία
βαμβακερός μεσαιωνική ελληνική βαμβακερός

Ερμηνεία
βαμβακερός

✦ κ. μπαμπακερός, -ή, -ό επίθ. κατασκευασμένος από μπαμπάκι: βαμβακερό ύφασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.