βαμβακίαση
Προφορά
Ετυμολογία
βαμβακίαση βαμβάκι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βαμβακίαση
✦ νόσος διαφόρων φυτών που προέρχεται από τη δράση εντόμων που εκκρίνουν βαμβακόμορφες κηρώδεις ουσίες υπό μορφή σκόνης ή νημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–