βαλτώνω


βαλτώνω
Προφορά

Ετυμολογία
βαλτώνω βάλτος

Ερμηνεία
ρήμα βαλτώνω

✦ (για τόπο) μεταβάλλω σε βάλτο
✦ πέφτω, βυθίζομαι σε βάλτο
(μτφ. ) παραμένω στάσιμος, δεν εξελίσσομαι: η υπόθεση βάλτωσε στο υπουργείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.