βαλτός


βαλτός
Προφορά

Ετυμολογία
βαλτός αρχαία ελληνική βάλλομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαλτός -ή, -ό

✦ βαλμένος: πως η φωτιά ήταν βαλτή από τους χριστιανούς εμάς (Κ. Καβάφης)
✦ (για πρόσ.) που ενεργεί σύμφωνα με την υπόδειξη ή την προτροπή κάποιου άλλου

Συνώνυμα
εγκάθετος, πληρωμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.