βαλμάς


βαλμάς
Προφορά

Ετυμολογία
βαλμάς κατά Ανδριώτη και Ιστορ. Λεξικό αγνώστου ετύμου• κατά Δαγκίτση από το └σλαβ┘ valmo (= αλωνιστικό εργαλείο και ζώο για αλώνισμα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαλμάς

✦ ο προμηθευτής αλόγων ή μουλαριών για το αλώνισμα
✦ το πουλί γκιόνης: στα δέντρα του έρχεται βαλμάς, γουστέρα στην αυλή (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.