βαλανίδι


βαλανίδι
Προφορά

Ετυμολογία
βαλανίδι βαλανίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἡ βάλανος

Ερμηνεία
βαλανίδι

✦ ο καρπός της βαλανιδιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.