βαθουλωτός


βαθουλωτός
Προφορά

Ετυμολογία
βαθουλωτός βαθουλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαθουλωτός -ή, -ό

✦ που έχει βαθούλωμα, κοίλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
βαθουλωτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.