βαθμοφόρος


βαθμοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
βαθμοφόρος βαθμός + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαθμοφόρος -ος, -ο

✦ που έχει κάποιο βαθμό, κάποιο αξίωμα ιδ. στο στρατό

Συνώνυμα
βαθμούχος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.