βαθμίδα


βαθμίδα
Προφορά

Ετυμολογία
βαθμίδα αρχαία ελληνική βαθμίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βαθμίδα

✦ σκαλί, σκαλοπάτι
✦ θέση σε κλίμακα αξιών, σε σειρά ή σύστημα: έφτασε στην ανώτερη βαθμίδα της υπαλληλικής ιεραρχίας
✦ (μουσ.) καθένας από τους φθόγγους της διατονικής κλίμακας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.