βαζελίνη


βαζελίνη
Προφορά

Ετυμολογία
βαζελίνη └αγγλ┘- └γαλλ┘ Vaseline, εμπορ. επωνυμ. προϊόντος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βαζελίνη

✦ λιπαρή και άοσμη ουσία, που εξάγεται από το ακάθαρτο πετρέλαιο και χρησιμοποιείται, στη φαρμακευτική, για την παρασκευή αλοιφών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.