βαδιστικός


βαδιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
βαδιστικός αρχαία ελληνική βαδιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαδιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο βάδισμα
✦ ο ικανός να βαδίζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
βαδιστικά κ.-ώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.