βαδίστρια


βαδίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
βαδίστρια αρχαία ελληνική βαδιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαδίστρια

✦ θηλ. βαδίστρια ο αθλούμενος στο βάδην

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.