βαδίζω


βαδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
βαδίζω αρχαία ελληνική βαδίζω

Ερμηνεία
ρήμα βαδίζω

✦ (για πρόσ.) κινούμαι προς μια κατεύθυνση ανυψώνοντας το ένα πόδι και στηρίζοντας το άλλο στο έδαφος, εναλλάξ σε κανονικό ρυθμό, περπατώ, πεζοπορώ: σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) κατευθύνομαι: πού βαδίζει η σύγχρονη ανθρωπότητα;
✦ ενεργώ, συμπεριφέρομαι: η κυβέρνηση δεν βαδίζει καλά
✦ φρ. βαδίζω στ’ αχνάρια κάποιου, μιμούμαι κάποιον, προσπαθώ να του μοιάσω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.