βίκα
Προφορά
Ετυμολογία
βίκα αρχαία ελληνική βῖκος (=μικρό πιθάρι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βίκα
✦ μεγάλο αγγείο για τη μεταφορά ή αποθήκευση υγρών: του άφησε το βράδυ μια γυαλένια βίκα γεμάτη ζεστό γάλα (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–