βίζιτα
Προφορά
Ετυμολογία
βίζιτα └ιταλ┘visita
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βίζιτα
✦ φιλική ή ιατρική επίσκεψη
✦ φρ. αρμένικη βίζιτα, επίσκεψη μεγάλης διάρκειας
✦ (συνεκδ.) ο ίδιος ο επισκέπτης: περιμένω βίζιτες
✦ επίσκεψη σε γυναίκα ελευθερίων ηθών και η σχετική αμοιβή της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–