βέβηλος


βέβηλος
Προφορά

Ετυμολογία
βέβηλος αρχαία ελληνική βέβηλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βέβηλος -η, -ο

✦ αμύητος
✦ ανίερος, ασεβής, βδελυρός

Συνώνυμα
ανόσιος, μιαρός
Αντίθετα
όσιος, ιερός
Επιρρήματα
βέβηλα (Κ βεβήλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.