βάψη


βάψη
Προφορά

Ετυμολογία
βάψη μεταγενέστερη ελληνική βάψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βάψη

✦ η βαφή, το χρώμα: πά’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά στη βάψη από λουλάκι (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.