βάψη Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply βάψηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/βάψη.mp3Ετυμολογίαβάψη μεταγενέστερη ελληνική βάψις Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η βάψη ✦ η βαφή, το χρώμα: πά’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά στη βάψη από λουλάκι (Άγγ. Σικελιανός) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–