βάφτισμα
Προφορά
Ετυμολογία
βάφτισμα αρχαία ελληνική βάπτισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βάφτισμα
✦ το πρώτο από τα υποχρεωτικά μυστήρια της χριστιανικής εκκλησίας
✦ βύθισμα στο νερό
✦ μύηση, πρώτη δοκιμασία: φρ. το βάπτισμα του πυρός, η πρώτη συμμετοχή πολεμιστή σε μάχη· (κατ’ επέκτ.) συμμετοχή, δοκιμασία για πρώτη φορά: πρώτη μέρα στη δουλειά, πήρε το βάπτισμα του πυρός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–