βάρδος


βάρδος
Προφορά

Ετυμολογία
βάρδος └ιταλ┘bardo, κελτικής προέλευσης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βάρδος

✦ ραψωδός των αρχαίων κελτικών λαών
(μτφ. ) ποιητής ή τραγουδιστής με λαϊκές εμπνεύσεις: όχι λουλούδια, μα σπαθί στον τάφο σου, άξιε βάρδε (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.