βάρδια


βάρδια
Προφορά

Ετυμολογία
βάρδια └βενετ┘ vardia, αρχαία ελληνική └γερμ┘ warda

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βάρδια

✦ φρουρά
✦ φρουρός
✦ ομάδα εργατών ή υπαλλήλων που εναλλάσσονται σε συνεχή απασχόληση
✦ η κατ’ εναλλαγή εργασιακή απασχόληση: όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε (Ν. Καββαδίας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.