βάνα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply βάναΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/βάνα.mp3Ετυμολογίαβάνα └γαλλ┘ vanne (= υδροφράκτης) Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η βάνα ✦ διακόπτης που περιστρέφεται γύρω από άξονα και ρυθμίζει τη ροή του νερού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–