βάνα


βάνα
Προφορά

Ετυμολογία
βάνα └γαλλ┘ vanne (= υδροφράκτης)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βάνα

✦ διακόπτης που περιστρέφεται γύρω από άξονα και ρυθμίζει τη ροή του νερού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.