βάλτωμα
Προφορά
Ετυμολογία
βάλτωμα βαλτώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βάλτωμα
✦ τόπος που έχει βάλτους, ελώδης περιοχή
✦ (μτφ. ) στασιμότητα, αδιέξοδο: το βάλτωμα του κυπριακού δεν προοιωνίζεται τίποτε ευχάριστο
Συνώνυμα
αποτελμάτωση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–