βάθος


βάθος
Προφορά

Ετυμολογία
βάθος αρχαία ελληνική βάθος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βάθος

✦ η απόσταση από πάνω ως κάτω: σκάψανε σε μεγάλο βάθος για να βρούνε νερό
✦ ο πυθμένας: το βάθος του πηγαδιού – της θάλασσας
✦ το εσωτερικό ενός μέρους (χώρας, σπηλαίου, αίθουσας, πλατείας) που έχει απόσταση
✦ το φόντο ζωγραφικού πίνακα
(μτφ. ) η ουσία, το εσώτερο περιεχόμενο πραγμάτων ή εννοιών
✦ φρ. κατά βάθος και πλάτος, μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες: ό,τι ήξερε το ήξερε καλά, κατά βάθος και πλάτος (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. κατά βάθος, ουσιαστικά: κατά βάθος η τέχνη είναι μια πολύ σοβαρή λειτουργία (Κ. Βάρναλης) – τον έτρεμε και τον υπηρετούσε σα σκλάβα, μα κατά βάθος τον μισούσε (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ομ. φρ. ή του ύψους ή του βάθους, για τους ριψοκίνδυνους ή κάποιον που είναι των άκρων
✦ (παροιμ. φρ.) χαίρε βάθος αμέτρητον, (φρ. από τον Ακάθιστο Ύμνο) ειρων. για ασαφή, δυσνόητα και ανόητα πρόσωπα ή πράγματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.