βάθια


βάθια
Προφορά

Ετυμολογία
βάθια πληθ. του └ουσ┘ βάθος, κατά τα στήθια

Ερμηνεία
βάθια

✦ ουσ. τα βάθη: πριν για πάντα να βουλιάξει στα βάθια πέλαου οργισμένου (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.