βάζο


βάζο
Προφορά

Ετυμολογία
βάζο └ιταλ┘vazo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βάζο

✦ φορητό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο
✦ (ειδ.) το ανθοδοχείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.