αύξηση
Προφορά
Ετυμολογία
αύξηση αρχαία ελληνική α/õξησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αύξηση
✦ μεγάλωμα, πλήθεμα
✦ ανάπτυξη
✦ (γραμμ.) η προσθήκη ενός -ε- εμπρός από το θέμα στον παρατατικό και αόριστο της οριστικής των ρημάτων που αρχίζουν από σύμφωνο (π.χ. δίνω – έδινα – έδωσα, λύνω – έλυνα – έλυσα κτλ.)
✦ (γραμμ.) εσωτερική αύξηση, η προσθήκη τονισμένου -ε- ή -η- στην αρχή του δεύτερου συνθετικού σε ορισμένα σύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό επίρρημα ή πρόθεση (π.χ. παραθέλω – παραήθελα, εκφράζω – εξέφραζα – εξέφρασα, εγκρίνω – ενέκρινα κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ελάττωση, μείωση
Επιρρήματα
–