αψύς
Προφορά
Ετυμολογία
αψύς μεσαιωνική ελληνική ἁψύς, από τα σύνθ. με το αψι- (
Ερμηνεία
αψύς
✦ -ιά, -ύ επίθ. δριμύς, τσουχτερός: όσο να πιούμε δε σε σβιούμε, πόνε πικρέ και πόνε αψύ (Κ. Βάρναλης)
✦ (για πρόσ.) ευερέθιστος, ευέξαπτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αψ(ι)ά