αψιμαχία
Προφορά
Ετυμολογία
αψιμαχία αρχαία ελληνική ἁψιμαχία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αψιμαχία
✦ μικροσυμπλοκή, μικρής διάρκειας ανταλλαγή πυρών, πριν από την κύρια μάχη, που γίνεται είτε τυχαία, είτε για σκοπούς αναγνωριστικούς
✦ (μτφ. ) λεκτικός διαξιφισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–