αψηλώνω


αψηλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αψηλώνω α προθετ. + ψηλώνω

Ερμηνεία
ρήμα αψηλώνω

✦ ψηλώνω (βλ. λ.) : οι σκιές τον αψηλώνουν και του δίνουν ένα βάθος καινούριο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.