αψηλός


αψηλός
Προφορά

Ετυμολογία
αψηλός α προθετ. + ψηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αψηλός -ή, -ό

✦ ψηλός: γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ’ αψηλά τα παραθύρια (Γ. Σεφέρης)
✦ τ’ αψήλου, (επιρρηματικά) στα ύψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.