αψεύτιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αψεύτιστος ἀ στερητικό + ψευτίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αψεύτιστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν νοθεύτηκε, γνήσιος
✦ αυτός που δεν διαψεύστηκε
✦ χωρίς διάψευση
Συνώνυμα
ανόθευτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αψεύτιστα, χωρίς νοθεία