αψαλίδιστος


αψαλίδιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αψαλίδιστος ἀ στερητικό + ψαλιδίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αψαλίδιστος -η, -ο

✦ που δεν ψαλιδίστηκε, δεν περικόπηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα
ψαλιδισμένος
Επιρρήματα
αψαλίδιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.