αψήφιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αψήφιστος αρχαία ελληνική ἀψήφιστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αψήφιστος -η, -ο
✦ που δεν ψήφισε ή δεν ψηφίστηκε σε εκλογές
✦ αποφασιστικός, θαρραλέος
✦ ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αψήφιστα, αδιάφορα:το πήρε αψήφιστα (χωρίς να πολυνοιάζεται τι μπορεί να συμβεί)