αχώριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αχώριστος αρχαία ελληνική ἀχώριστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχώριστος -η, -ο
✦ που δε χωρίστηκε ή δε χωρίζει: αχώριστοι φίλοι (πολύ στενοί) – είμ’ εγώ τα δυο τ’ αχώριστα σάρκα και ψυχή! (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αχώριστα (Κ αχωρίστως)