αχώνευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αχώνευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀχώνευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχώνευτος -η, -ο
✦ που δε χωνεύτηκε ή που χωνεύεται δύσκολα: αχώνευτη τροφή
✦ που δε χώνεψε ή δε χωνεύει: φωτιά η φωτιά μου αχώνευτη (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
άσβηστος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αχώνευτα