αχτένιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αχτένιστος ἀ στερητικό + χτενίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχτένιστος -η, -ο
✦ όχι χτενισμένος: μαλλιά… πάντα έμορφα και αχτένιστα σαν είναι (Κ. Καβάφης)
✦ (μτφ. για γραπτό λόγο) πρόχειρος, ανεπεξέργαστος
Συνώνυμα
ξεχτένιστος, ξέμπλεκος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–