αχρόνιαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αχρόνιαστος ἀ στερητικό + χρονιάζω -χρονίζω
Ερμηνεία
αχρόνιαστος
✦ κ. αχρόνιστος, -η, -ο επίθ. που δε συμπλήρωσε χρόνο, δε χρόνισε: αχρόνιστο είναι ακόμα το μωρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αχρόνιαστα κ.αχρόνιστα