αχρωματοψία


αχρωματοψία
Προφορά

Ετυμολογία
αχρωματοψία άχρωμος + β΄ συνθετ. όψομαι

Ερμηνεία
αχρωματοψία

✦ αδυναμία του ματιού να διακρίνει τα χρώματα, δαλτωνισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.