αχρωματικός
Προφορά
Ετυμολογία
αχρωματικός ἀ στερητικό + χρωματικός• └διεθν┘όρ. achromatic
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχρωματικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον αχρωματισμό
✦ η λ. για οπτικό σύστημα που επιτυγχάνει διάθλαση του φωτός χωρίς ανάλυσή του στα χρώματα από τα οποία αποτελείται: αχρωματικό τηλεσκόπιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–