αχρήστευση


αχρήστευση
Προφορά

Ετυμολογία
αχρήστευση αχρηστεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αχρήστευση

✦ η κατάσταση του αχρηστευμένου, του μη χρησιμοποιούμενου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.